- ἐνδύνοντες
- ἐνδύ̱νοντες , ἐνδύνωto have powerpres part act masc nom/voc plἐνδύ̱νοντες , ἐνδύωgo intopres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδύνω — ἐνδύνω και ἐνδυνῶ, έω (Α) 1. ενδύω («μαλακόν δ ἔνδυνε χιτῶνα», Ομ. Ιλ.) 2. εισδύω («ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας», ΚΔ) … Dictionary of Greek